συναγωνιστής — one who masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιστής — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συναγωνιστάς Α, και θηλ. συναγωνίστρια Ν [συναγωνίζομαι] αυτός που αγωνίζεται από κοινού με άλλον, αγωνιστής σε κοινό αγώνα και για κοινό σκοπό, σύμμαχος, συμμαχητής νεοελλ. αυτός που συναγωνίζεται κάποιον, αυτός που βρίσκεται … Dictionary of Greek
συναγωνισταῖς — συναγωνιστής one who masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνισταί — συναγωνιστής one who masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιστοῦ — συναγωνιστής one who masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιστῇ — συναγωνιστής one who masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιστήν — συναγωνιστής one who masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιστῶν — συναγωνιστής one who masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθανασίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος (Μενδενίτσα Λοκρίδας 1795 – 1849). Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δυοβουνιώτη. Διακρίθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στις μάχες της Αθήνας. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Αγκίστρι της Αίγινας. Πήρε μέρος σε… … Dictionary of Greek
ξυναγωνιστάς — συναγωνιστά̱ς , συναγωνιστής one who masc acc pl συναγωνιστά̱ς , συναγωνιστής one who masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)